- ιεροπραξία
- η священнодействие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιεροπραξία — ἡ [ιεροπρακτώ] η τέλεση ιερής ακολουθίας από πρεσβύτερο ή επίσκοπο, η ιεροτελεστία … Dictionary of Greek
ιεροπραξία — η ιεροτελεστία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνιερολογώ — έω, Μ μετέχω σε ιερολογία, τελώ μαζί με άλλους την ίδια ιεροπραξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱερολογῶ «ευλογώ, τελώ ιεροπραξία»] … Dictionary of Greek
απρακτώ — (AM ἀπρακτῶ, έω) 1. μένω αργός, αδρανώ 2. (για νόμο ή ιεροπραξία) δεν έχω ισχύ αρχ. μσν. 1. δεν φέρνω αποτέλεσμα 2. είμαι ακατάλληλος, ανεπιτήδειος … Dictionary of Greek
ιερόπραξις — ἱερόπραξις, ή (Μ) η ιεροπραξία … Dictionary of Greek
λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
λειτουργιά — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
μονοποδαρία — μονοποδαρία, ἡ (Μ) [μονοπόδαρος] αιρετική ιουδαϊκή ιεροπραξία, κατά την οποία οι οπαδοί τής αίρεσης στέκονταν όρθιοι στο ένα πόδι … Dictionary of Greek
μυστιπολεία — μυστιπολεία, ἡ (Α) [μυστιπολεύω] ιερουργία, ιεροπραξία, λειτουργία μυστιπόλου, τέλεση μυστηριωδών τελετών … Dictionary of Greek
πετραχήλι — Το πετραχήλιον ή επιτραχήλιον, ένα δηλαδή από τα άμφια των κληρικών. Είναι κομμάτι από ύφασμα που το φορούν από τον τράχηλό τους ως άμφιο και ως διακριτικό τους αξιώματός τους οι πρεσβύτεροι. Ως σύμβολο της ιερατικής εξουσίας, πρέπει να το φορούν … Dictionary of Greek
συνιεροποιώ — έω, Α [συνιεροποιός] τελώ ιεροπραξία από κοινού με ἄλλους … Dictionary of Greek